ημεροκαλλές

ημεροκαλλές
ἡμεροκαλλές, τὸ (Α)
είδος κίτρινου κρίνου που ανθεί μόνο μία ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)-* + -καλλές (ουδ. τού β' συνθετικού επιθέτων -καλλής < κάλλος, πρβλ. ζα-καλλής, περι-καλλής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… …   Dictionary of Greek

  • ημεροκαλλίς — η (Α ἡμεροκαλλίς) νεοελλ. βοτ. αγγειόσπερμο μονοκότυλο φυτό τής οικογένειας λιλιίδες αρχ. το ημεροκαλλές*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemerocallis < hemero (πρβλ. ημερ(ο) * + callis < calles (πρβλ. καλλής < κάλλος)] …   Dictionary of Greek

  • ημεροκατάλλακτον — ἡμεροκατάλλακτον, τὸ (Α) το ημεροκαλλές*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + κατάλλακτον, ουδ. τού κατάλλακτος (< κατ αλλάσσω), πρβλ. α κατ άλλακτος, εύ κατ άλλακτος] …   Dictionary of Greek

  • κρινάνθεμον — κρινάνθεμον, τὸ (Α) 1. το φυτό ευαείζωον το επίστεγον που φυτρώνει στις στέγες τών σπιτιών 2. το φυτό ημεροκαλλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + ἄνθεμον] …   Dictionary of Greek

  • πορφυρανθής — ές, Α 1. (για φυτό) αυτός που έχει πορφυρά άνθη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πορφυρανθές α) το φυτό ἡμεροκαλλές* β) το φυτό υάκινθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + ανθής (< ἄνθος), πρβλ. χρυσ ανθής)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”